πολύπορος

πολύπορος
(polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι είναι επίγειοι και άλλοι ξυλόβιοι. Το καρπόσωμά τους έχει διάφορες μορφές (με πόδα, με πίλο ή χωρίς πίλο, στρωτό στο υπόθεμα ή κολλημένο από τα πλάγια σαν εταζέρα, δερματώδες ή φελλώδες), εφοδιασμένο στην κάτω επιφάνεια με ένα υμένιο, το οποίο αποτελείται από μικρούς σωληνίσκους, που ανοίγουν προς τα έξω σε πόρους στρογγυλούς, πολυγωνικούς είτε ακόμα ελικοειδείς ή λαβυρινθοειδείς. Οι π. είναι συχνά φαγώσιμοι, με σάρκα λευκή, που γίνεται φελλώδης-δερματώδης στα γερασμένα μανιτάρια. Αποτελούνται συνήθως από ένα πίλο και ένα πόδα, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένο, σφηνωμένο στο κέντρο (π. ο πρόβειος) ή στο ένα πλευρό (π. ο λεπιδωτός)· μερικές φορές ο πόδας μπορεί να λείπει (π. ο θειώδης). Μεταξύ των εδώδιμων π., κοινότεροι είναι: π. ο πυκνοφυής, μανιτάρι φθινοπωρινό που συναντάται συχνά στις βελανιδιές και στις καστανιές, στη βάση του κορμού τους και του οποίου ο πόδας διαιρείται σε πολυάριθμους βλαστούς, καθένας από τους οποίους πλαταίνει και φέρει περισσότερους πίλους ριπιδόμορφους· π. ο αιγόπους, με πίλο ριπιδόμορφο, χρώμα σκούρο καστανό επάνω και κιτρινωπό κάτω και πόδα περίεργο, που θυμίζει το πόδι κατσίκας· π. ο κτενοειδής, παρόμοιος με τον προηγούμενο, αλλά με πίλους λιγότερο συμμετρικούς, ελαιόχρωμους και με μικρούς λευκούς πόρους. Πολύπορος ο θειώδης. Οι πολύποροι, γένος Βασιδιομυκητών, είναι μανιτάρια επίγεια ή ξυλόβια. Πολύποροι: πολύπορος ο λεπιδωτός. Πολύπορος ο κτενοειδής.
* * *
ο / πολύπορος, -ον ΝΜΑ
νεοελλ.
(μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει στη διάθεσή του πολλούς πόρους, πολλές διαβάσεις
αρχ.
εκείνος που παρέχει άφθονους πόρους, πλούσια σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πόρος (πρβλ. ά-πορος, εύ-πορος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύπορος — furnishing abundant harvests masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπορον — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem acc sg πολύπορος furnishing abundant harvests neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόρου — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόρους — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόρων — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπορα — πολύπορος furnishing abundant harvests neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπορίδες — οι, Ν (μυκητ.) οικογένεια βασιδιομυκήτων που ζουν παρασιτικά σε δέντρα ή σαπροφυτικά σε ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyporales < πολύπορος] …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԲԵՐՁ — ( ) NBH 1 402 Chronological Sequence: 8c, 11c ա. Յոյժ բարձր, վսեմ. վերացեալ եւ խորամուխ. որպէս πολύπορος multum invadens, multivagus *Յայտնելով նմա զգերադունիցն իմացութեանց զբազմաբերձ զօրութիւնն. Դիոն. երկն.: *Բազմաբերձ յօնիւք աչացն շրտուցեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • polyporoid — pəˈlipəˌrȯid adjective Etymology: New Latin Polyporus + English oid : relating to or resembling a pore fungus especially of the genus Polyporus * * * polyporoid, a. Bot. (pəˈlɪpərɔɪd) [f. mod.L. Polyporus (Fries 1836–8) ( …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”